δύσγαμος

δύσγαμος
δύσγαμος, -ον (Α)
1. αυτός που ατύχησε στον γάμο του
2. φρ. «γάμος δύσγαμος» — άτυχος γάμος
3. «δύσγαμον αἶσχος» — προσβολή από γάμο που βγήκε σε κακό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δύσγαμος — ill wedded masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δύσγαμον — δύσγαμος ill wedded masc/fem acc sg δύσγαμος ill wedded neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσγάμους — δύσγαμος ill wedded masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσγάμων — δύσγαμος ill wedded masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δύσγαμα — δύσγαμος ill wedded neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δύσγαμε — δύσγαμος ill wedded masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δύσγαμοι — δύσγαμος ill wedded masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”